30.11.11

Υπόθεση Lautsi κατά Ιταλίας



Ανάρτηση του Εσταυρωμένου στις σχολικές αίθουσες.

Ιστορικό

Στις 27.06.2006 η Soile Laoutsi προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων με αίτημα την καταδίκη της Ιταλίας για την ανάρτηση του Εσταυρωμένου στις σχολικές αίθουσες των δημοσίων σχολείων. Αυτό κατά την προσφεύγουσα ήταν αντίθετο στη βασική αρχή του ιταλικού κράτους, ως κράτους αθρήσκου.

Κατά την ίδια είχαν παραβιαστεί:
  • το άρθρο 9 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, περί της θρησκευτικής ελευθερίας,
  • το άρθρο 14 της ίδιας Σύμβασης για την κατάργηση των διακρίσεων
  • και το άρθρο 2 του 1ου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ίδιας Σύμβασης περί του δικαιώματος των γονέων να αξιώνουν από το κράτος θρησκευτική εκπαίδευση σύμφωνη προς τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις.

Το 2009 το δικαστήριο αποδέχτηκε την προσφυγή. Στη συνέχεια, όμως, η Ιταλική Κυβέρνηση άσκησε έφεση εναντίον της απόφασης. Εναντίον της απόφασης, εκτός της Ιταλικής Κυβέρνησης, προσέτρεξαν να παρέμβουν υπέρ της και οι κυβερνήσεις άλλων ευρωπαϊκών κρατών, ανάμεσα τους η Ελληνική και η Κυπριακή καθώς και το Βατικανό. Το Δικαστήριο, σε δεύτερο βαθμό, αποδέχτηκε την έφεση της Ιταλικής Κυβέρνησης.

Το επιχείρημα του Δικαστηρίου υπέρ της Ιταλικής Κυβέρνησης.

Το σχολικό περιβάλλον βρίσκεται υπό την εποπτεία του Κράτους. Αν και το Κράτος οφείλει να σέβεται τη θρησκευτική ελευθερία, παρόλα αυτά, ένα θρησκευτικό σύμβολο στα σχολεία, όπως ο Εσταυρωμένος, δεν αποτελεί επιρροή τέτοιου μεγέθους, που θα μπορούσε να επηρεάσει τον ψυχισμό ενός παιδιού ή νεαρού ατόμου.
 Επίσης, ο Σταυρός, ως σύμβολο αποτελεί ιστορικό στοιχείο του Ιταλικού Κράτους και τελεί υπό την πολιτισμική προστασία της εκάστοτε Κυβέρνησης, που οφείλει να διασφαλίζει τη συνέχεια του ιταλικού Έθνους.
 Μπορεί, βέβαια, να προσφέρει μία υπερέχουσα θέση στη θρησκεία του Χριστιανισμού, αλλά αυτό δεν είναι αρκετό, για να χαρακτηριστεί η ανάρτηση του Εσταυρωμένου ως προσηλυτισμός. Εξάλλου, στην Ιταλία οι υπόλοιπες θρησκείες είναι εξίσου αναγνωρισμένες και τυγχάνουν ελευθερίας και ανοχής από το επίσημο Κράτος. 
Άρα, με την ανάρτηση ενός θρησκευτικού συμβόλου δεν τίθεται σε διακινδύνευση ο ψυχισμός και η ακεραιότητα του θρησκευτικού φρονήματος ενός νέου ανθρώπου.


Αξιολογική κριτική της απόφασης.
           
      Η απόφαση του δικαστηρίου κινήθηκε στη σωστή κατεύθυνση. Πράγματι, με την ανάρτηση του Εσταυρωμένου σε σχολική αίθουσα δημοσίου σχολείου δεν τίθεται ζήτημα προσηλυτισμού. Δεν είναι αρκετό ένα σύμβολο από μόνο του να προκαλέσει τη θρησκευτική ακεραιότητα ενός αλλοπίστου ή αθέου, ειδικά μάλιστα όταν στα σύγχρονα ευρωπαϊκά κράτη η ανεξιθρησκία είναι προστατευμένη και συνταγματικά κατοχυρωμένη.
     Αν, βέβαια, αποδεχτούμε την παραπάνω παράγραφο, τότε θα πρέπει να αποδεχτούμε και κάτι επιπλέον. Όπως η πλειοψηφία έχει το δικαίωμα να εκφράζεται κατά το θρησκευτικό δοκούν, έτσι μπορεί να κάνει και η μειοψηφία. Δηλαδή, η μειοψηφία μπορεί να φορά μουσουλμανικές μαντήλες, να προσεύχεται σε τζαμί ή πολύ απλά να εκφράζεται υπέρ της αθεΐας, χωρίς να προκαλείται η πλειοψηφία, γιατί η ανεξιθρησκία, έτσι και αλλιώς, είναι σεβαστή.
    Έτσι, όμως, εισερχόμαστε σε μία ιδιάζουσα μορφή αντιπαράθεσης και αναγκάζουμε το επίσημο Κράτος να παρέμβει, γιατί αυτή η αντιπαράθεση μεταξύ των θρησκευτικών ομάδων δε θα είναι πάντα πολιτισμένη και δημοκρατική.
       Τα θρησκευτικά σύμβολα μπορεί να αποτελούν ιστορικά στοιχεία και να διαφοροποιούν τους πολίτες ενός κράτους από ένα άλλο, ως στοιχεία της εθνικής ταυτότητάς τους, αλλά δεν μπορούν να αποτελούν στοιχεία αντιπαράθεσης και ανταγωνισμού.Ένα Κράτος, λοιπόν, που κηρύσσει την ανοχή, ανεξιθρησκία και σεβασμό στην ετερότητα μέχρι ποιου βαθμού μπορεί να προάγει την ταυτότητα της πλειοψηφίας και να παραγκωνίζει την ταυτότητα της μειοψηφίας;
        Προφανώς, το να διατηρηθεί η ισορροπία είναι δύσκολο και ούτε η πλήρης αποταύτιση από πολιτισμικά σύμβολα θα ήταν θεμιτή. Ωστόσο, με αυτόν τον τρόπο, το Κράτος εισέρχεται στον «πειρασμό» να προασπιστεί την πλειοψηφία, παραβιάζοντας την ουδετερότητά του.
Μπορεί αυτό να ακούγεται λογικό, ότι δηλαδή η πλειοψηφία ασκεί μεγαλύτερη επιρροή, αλλά ο πολίτης άλλου δόγματος ή φυλής μπορεί να αισθάνεται παραγκωνισμένος. Και αυτό στην ευρωπαϊκή οικογένεια των Κρατών, που έχουν επηρεαστεί από την πατερναλιστική αντίληψη, ο πατέρας, δηλαδή, μεριμνά εξίσου για όλα τα παιδιά του, δεν είναι επιτρεπτό.
Συνεπώς, μία πραγματικά δημοκρατική και ανεκτική κοινωνία αποδέχεται εξίσου τις διαφορετικότητες και τις εγκολπώνει, γιατί αυτή η δυνατότητα αποτελεί δυναμική προόδου. Έτσι, τα θρησκευτικά σύμβολα μπορεί να είναι απαραίτητα για να δικαιώνει η πλειοψηφία τη βασική της επιλογή, αλλά θα πρέπει να θυμόμαστε ότι και η μειοψηφία έχει το ίδιο δικαίωμα και μπορεί να το υπερασπιστεί.


Πηγή

Νομικό Βήμα, Τόμος 59, Τεύχος 5, Ιούνιος 2011, σελ: 1037-1046.

             


22.11.11

Ένα Όχι που δεν ήταν και τόσο Όχι. Ή αλλιώς το «ΟΧΙ» του Μεταξά στην αποπληρωμή του δανείου του 1925.


       Τον τελευταίο καιρό, λόγω της κρίσης στην Ελλάδα, έχουν προβληθεί πολλές απόψεις σχετικές με το πώς θα έπρεπε να δράσει η κυβέρνηση σχετικά με τη σύναψη του δανείου με το ΔΝΤ. Υπάρχουν κάποιοι που λένε ότι η Ελληνική Κυβέρνηση θα έπρεπε μονομερώς να κηρύξει αδυναμία αποπληρωμής του δανείου αυτού, όπως έκανε ο Μεταξάς το 1936. Η ιστορική αλήθεια, βέβαια, είναι λίγο διαφορετική...
Αυτό, φυσικά, προκύπτει από το ίδιο το κείμενο της απόφασης του Δικαστηρίου της Κοινωνίας των Εθνών, στο οποίο βρέθηκε κατηγορούμενη η Ελλάδα για την άρνησή της να αποπληρώσει το δάνειο του 1925. Προλογικά, λοιπόν, να ειπωθεί ότι η Ελλάδα τότε, παρόλο που βρισκόταν υπό μεταξική δικτατορία, δε βροντοφώναξε ακριβώς «ΟΧΙ», αλλά παρακάλεσε «Μπορώ να αποπληρώσω λίγο αργότερα, γιατί τώρα δεν μπορώ;»
Το ιστορικό, λοιπόν, έχει ως εξής: το 1925 η Ελληνική Κυβέρνηση συνήψε δάνειο με τη βελγική τράπεζα ‘Societe Commerciale de Belgique’, με το οποίο δάνειο θα χρηματοδοτούταν η κατασκευή και επισκευή του σιδηροδρομικού δικτύου της Ελλάδας. Στη σύμβαση του δανείου υπήρχε η ρήτρα διαιτησίας, με την οποία τα δύο μέρη, στην περίπτωση που υπήρχε κάποια δυσαρμονία, θα προσέφευγαν στη διαιτητική επιτροπή για την επίτευξη συμφωνίας, πριν προσφύγουν οριστικά στη δικαιοσύνη.
Η Ελληνική Κυβέρνηση, όμως, είχε τη δυνατότητα να αποπληρώσει την πρώτη δόση του δανείου και όχι τις επόμενες. Η τράπεζα αναγκάστηκε να διακόψει τη χρηματοδότηση των έργων και να προσφύγει στη διαιτητική επιτροπή ζητώντας από την Ελληνική Κυβέρνηση να ικανοποιήσει την οικονομική της υποχρέωση. Η διαιτητική επιτροπή έκρινε υπέρ της βελγικής τράπεζας αλλά η Ελληνική Κυβέρνηση δεν απάντησε ούτε στις επιστολές της τράπεζας, με τις οποίες αυτή ζητούσε να προωθηθεί περαιτέρω συμφωνία με βάση τις αποφάσεις του διαιτητικού δικαστηρίου.
Έτσι, λοιπόν, η βελγική τράπεζα, μέσω της Βελγικής Κυβέρνησης, προσέφυγε στη δικαιοσύνη και στο δικαστήριο της Κοινωνίας των Εθνών το Μάιο του 1938. Η απόφαση εξεδόθη ένα χρόνο αργότερα, το 1939. Το βασικό επιχείρημα της βελγικής πλευράς ήταν να αναγνωρίσει το Δικαστήριο ότι οι αποφάσεις της διαιτητικής επιτροπής ήταν νόμιμες και δεσμευτικές για όλα τα μέρη και ότι η Ελληνική Κυβέρνηση με το να αθετήσει την υποχρέωση να αποπληρώσει το δάνειο, είχε στην ουσία παραβιάσει το διεθνές δίκαιο.
Από την άλλη πλευρά, τα επιχειρήματα της Ελληνικής Κυβέρνησης ήταν τα κάτωθι: λόγω της οικονομικής δυσκολίας η ελληνική πλευρά αδυνατούσε να αποπληρώσει το συγκεκριμένο δάνειο σε συγκεκριμένο χρόνο και ζητούσε ένα διακανονισμό, αναγνωρίζοντας, όμως, την βασική υποχρέωσή της για την αποπληρωμή του δανείου. Επικουρικά, ζητούσε να αναγνωριστεί αυτό, το δάνειο, ως μέρος του γενικού εξωτερικού χρέους της χώρας, δηλαδή να «περάσει» στα έξοδα του Κράτους και να μην παραμείνει μία ανεξάρτητη δανειακή σύμβαση.
Το Δικαστήριο έκρινε, λοιπόν, ότι οι αποφάσεις της διαιτητικής επιτροπής ήταν δεσμευτικές για τα μέρη και δήλωσε ότι δεν ήταν στη δικαιοδοσία του να κρίνει θέματα δημοσιονομικής πολιτικής, δηλαδή να κρίνει εάν όντως ήταν σωστός ή όχι ο ισχυρισμός της ελληνικής πλευράς για το ότι βρισκόταν η Ελλάδα σε αδυναμία αποπληρωμής λόγω οικονομικών προβλημάτων.
Επομένως, οι αντιμαχόμενες πλευρές καλούνταν να προβούν σε συνεννόηση για τις λεπτομέρειες και την αποπληρωμή της δανειακής σύμβασης. Για την ιστορική αλήθεια, καλό θα ήταν να γραφτεί ότι το δάνειο αυτό διακανονίστηκε οριστικά το 1957 και αργότερα το 1962.


Πηγές



Νομικό λεξιλόγιο
  • ρήτρα διαιτησίας: με αυτήν αποφασίζουν τα συμβαλλόμενα μέρη, πριν προσφύγουν στη δικαιοσύνη, να επιλύσουν τις διαφορές τους πιο «φιλικά». Είναι συχνά προτιμότερη γιατί είναι πιο φτηνή ως διαδικασία, με λιγότερη δημοσιότητα και ταχύτερη από την κανονική Δικαιοσύνη. Οι αποφάσεις μία διαιτητικής επιτροπής, όμως, δεν είναι δεσμευτικές για τα μέρη και αυτή είναι η βασική αδυναμία του θεσμού της Διαιτησίας.