30.11.11

Υπόθεση Lautsi κατά Ιταλίας



Ανάρτηση του Εσταυρωμένου στις σχολικές αίθουσες.

Ιστορικό

Στις 27.06.2006 η Soile Laoutsi προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων με αίτημα την καταδίκη της Ιταλίας για την ανάρτηση του Εσταυρωμένου στις σχολικές αίθουσες των δημοσίων σχολείων. Αυτό κατά την προσφεύγουσα ήταν αντίθετο στη βασική αρχή του ιταλικού κράτους, ως κράτους αθρήσκου.

Κατά την ίδια είχαν παραβιαστεί:
  • το άρθρο 9 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, περί της θρησκευτικής ελευθερίας,
  • το άρθρο 14 της ίδιας Σύμβασης για την κατάργηση των διακρίσεων
  • και το άρθρο 2 του 1ου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ίδιας Σύμβασης περί του δικαιώματος των γονέων να αξιώνουν από το κράτος θρησκευτική εκπαίδευση σύμφωνη προς τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις.

Το 2009 το δικαστήριο αποδέχτηκε την προσφυγή. Στη συνέχεια, όμως, η Ιταλική Κυβέρνηση άσκησε έφεση εναντίον της απόφασης. Εναντίον της απόφασης, εκτός της Ιταλικής Κυβέρνησης, προσέτρεξαν να παρέμβουν υπέρ της και οι κυβερνήσεις άλλων ευρωπαϊκών κρατών, ανάμεσα τους η Ελληνική και η Κυπριακή καθώς και το Βατικανό. Το Δικαστήριο, σε δεύτερο βαθμό, αποδέχτηκε την έφεση της Ιταλικής Κυβέρνησης.

Το επιχείρημα του Δικαστηρίου υπέρ της Ιταλικής Κυβέρνησης.

Το σχολικό περιβάλλον βρίσκεται υπό την εποπτεία του Κράτους. Αν και το Κράτος οφείλει να σέβεται τη θρησκευτική ελευθερία, παρόλα αυτά, ένα θρησκευτικό σύμβολο στα σχολεία, όπως ο Εσταυρωμένος, δεν αποτελεί επιρροή τέτοιου μεγέθους, που θα μπορούσε να επηρεάσει τον ψυχισμό ενός παιδιού ή νεαρού ατόμου.
 Επίσης, ο Σταυρός, ως σύμβολο αποτελεί ιστορικό στοιχείο του Ιταλικού Κράτους και τελεί υπό την πολιτισμική προστασία της εκάστοτε Κυβέρνησης, που οφείλει να διασφαλίζει τη συνέχεια του ιταλικού Έθνους.
 Μπορεί, βέβαια, να προσφέρει μία υπερέχουσα θέση στη θρησκεία του Χριστιανισμού, αλλά αυτό δεν είναι αρκετό, για να χαρακτηριστεί η ανάρτηση του Εσταυρωμένου ως προσηλυτισμός. Εξάλλου, στην Ιταλία οι υπόλοιπες θρησκείες είναι εξίσου αναγνωρισμένες και τυγχάνουν ελευθερίας και ανοχής από το επίσημο Κράτος. 
Άρα, με την ανάρτηση ενός θρησκευτικού συμβόλου δεν τίθεται σε διακινδύνευση ο ψυχισμός και η ακεραιότητα του θρησκευτικού φρονήματος ενός νέου ανθρώπου.


Αξιολογική κριτική της απόφασης.
           
      Η απόφαση του δικαστηρίου κινήθηκε στη σωστή κατεύθυνση. Πράγματι, με την ανάρτηση του Εσταυρωμένου σε σχολική αίθουσα δημοσίου σχολείου δεν τίθεται ζήτημα προσηλυτισμού. Δεν είναι αρκετό ένα σύμβολο από μόνο του να προκαλέσει τη θρησκευτική ακεραιότητα ενός αλλοπίστου ή αθέου, ειδικά μάλιστα όταν στα σύγχρονα ευρωπαϊκά κράτη η ανεξιθρησκία είναι προστατευμένη και συνταγματικά κατοχυρωμένη.
     Αν, βέβαια, αποδεχτούμε την παραπάνω παράγραφο, τότε θα πρέπει να αποδεχτούμε και κάτι επιπλέον. Όπως η πλειοψηφία έχει το δικαίωμα να εκφράζεται κατά το θρησκευτικό δοκούν, έτσι μπορεί να κάνει και η μειοψηφία. Δηλαδή, η μειοψηφία μπορεί να φορά μουσουλμανικές μαντήλες, να προσεύχεται σε τζαμί ή πολύ απλά να εκφράζεται υπέρ της αθεΐας, χωρίς να προκαλείται η πλειοψηφία, γιατί η ανεξιθρησκία, έτσι και αλλιώς, είναι σεβαστή.
    Έτσι, όμως, εισερχόμαστε σε μία ιδιάζουσα μορφή αντιπαράθεσης και αναγκάζουμε το επίσημο Κράτος να παρέμβει, γιατί αυτή η αντιπαράθεση μεταξύ των θρησκευτικών ομάδων δε θα είναι πάντα πολιτισμένη και δημοκρατική.
       Τα θρησκευτικά σύμβολα μπορεί να αποτελούν ιστορικά στοιχεία και να διαφοροποιούν τους πολίτες ενός κράτους από ένα άλλο, ως στοιχεία της εθνικής ταυτότητάς τους, αλλά δεν μπορούν να αποτελούν στοιχεία αντιπαράθεσης και ανταγωνισμού.Ένα Κράτος, λοιπόν, που κηρύσσει την ανοχή, ανεξιθρησκία και σεβασμό στην ετερότητα μέχρι ποιου βαθμού μπορεί να προάγει την ταυτότητα της πλειοψηφίας και να παραγκωνίζει την ταυτότητα της μειοψηφίας;
        Προφανώς, το να διατηρηθεί η ισορροπία είναι δύσκολο και ούτε η πλήρης αποταύτιση από πολιτισμικά σύμβολα θα ήταν θεμιτή. Ωστόσο, με αυτόν τον τρόπο, το Κράτος εισέρχεται στον «πειρασμό» να προασπιστεί την πλειοψηφία, παραβιάζοντας την ουδετερότητά του.
Μπορεί αυτό να ακούγεται λογικό, ότι δηλαδή η πλειοψηφία ασκεί μεγαλύτερη επιρροή, αλλά ο πολίτης άλλου δόγματος ή φυλής μπορεί να αισθάνεται παραγκωνισμένος. Και αυτό στην ευρωπαϊκή οικογένεια των Κρατών, που έχουν επηρεαστεί από την πατερναλιστική αντίληψη, ο πατέρας, δηλαδή, μεριμνά εξίσου για όλα τα παιδιά του, δεν είναι επιτρεπτό.
Συνεπώς, μία πραγματικά δημοκρατική και ανεκτική κοινωνία αποδέχεται εξίσου τις διαφορετικότητες και τις εγκολπώνει, γιατί αυτή η δυνατότητα αποτελεί δυναμική προόδου. Έτσι, τα θρησκευτικά σύμβολα μπορεί να είναι απαραίτητα για να δικαιώνει η πλειοψηφία τη βασική της επιλογή, αλλά θα πρέπει να θυμόμαστε ότι και η μειοψηφία έχει το ίδιο δικαίωμα και μπορεί να το υπερασπιστεί.


Πηγή

Νομικό Βήμα, Τόμος 59, Τεύχος 5, Ιούνιος 2011, σελ: 1037-1046.

             


22.11.11

Ένα Όχι που δεν ήταν και τόσο Όχι. Ή αλλιώς το «ΟΧΙ» του Μεταξά στην αποπληρωμή του δανείου του 1925.


       Τον τελευταίο καιρό, λόγω της κρίσης στην Ελλάδα, έχουν προβληθεί πολλές απόψεις σχετικές με το πώς θα έπρεπε να δράσει η κυβέρνηση σχετικά με τη σύναψη του δανείου με το ΔΝΤ. Υπάρχουν κάποιοι που λένε ότι η Ελληνική Κυβέρνηση θα έπρεπε μονομερώς να κηρύξει αδυναμία αποπληρωμής του δανείου αυτού, όπως έκανε ο Μεταξάς το 1936. Η ιστορική αλήθεια, βέβαια, είναι λίγο διαφορετική...
Αυτό, φυσικά, προκύπτει από το ίδιο το κείμενο της απόφασης του Δικαστηρίου της Κοινωνίας των Εθνών, στο οποίο βρέθηκε κατηγορούμενη η Ελλάδα για την άρνησή της να αποπληρώσει το δάνειο του 1925. Προλογικά, λοιπόν, να ειπωθεί ότι η Ελλάδα τότε, παρόλο που βρισκόταν υπό μεταξική δικτατορία, δε βροντοφώναξε ακριβώς «ΟΧΙ», αλλά παρακάλεσε «Μπορώ να αποπληρώσω λίγο αργότερα, γιατί τώρα δεν μπορώ;»
Το ιστορικό, λοιπόν, έχει ως εξής: το 1925 η Ελληνική Κυβέρνηση συνήψε δάνειο με τη βελγική τράπεζα ‘Societe Commerciale de Belgique’, με το οποίο δάνειο θα χρηματοδοτούταν η κατασκευή και επισκευή του σιδηροδρομικού δικτύου της Ελλάδας. Στη σύμβαση του δανείου υπήρχε η ρήτρα διαιτησίας, με την οποία τα δύο μέρη, στην περίπτωση που υπήρχε κάποια δυσαρμονία, θα προσέφευγαν στη διαιτητική επιτροπή για την επίτευξη συμφωνίας, πριν προσφύγουν οριστικά στη δικαιοσύνη.
Η Ελληνική Κυβέρνηση, όμως, είχε τη δυνατότητα να αποπληρώσει την πρώτη δόση του δανείου και όχι τις επόμενες. Η τράπεζα αναγκάστηκε να διακόψει τη χρηματοδότηση των έργων και να προσφύγει στη διαιτητική επιτροπή ζητώντας από την Ελληνική Κυβέρνηση να ικανοποιήσει την οικονομική της υποχρέωση. Η διαιτητική επιτροπή έκρινε υπέρ της βελγικής τράπεζας αλλά η Ελληνική Κυβέρνηση δεν απάντησε ούτε στις επιστολές της τράπεζας, με τις οποίες αυτή ζητούσε να προωθηθεί περαιτέρω συμφωνία με βάση τις αποφάσεις του διαιτητικού δικαστηρίου.
Έτσι, λοιπόν, η βελγική τράπεζα, μέσω της Βελγικής Κυβέρνησης, προσέφυγε στη δικαιοσύνη και στο δικαστήριο της Κοινωνίας των Εθνών το Μάιο του 1938. Η απόφαση εξεδόθη ένα χρόνο αργότερα, το 1939. Το βασικό επιχείρημα της βελγικής πλευράς ήταν να αναγνωρίσει το Δικαστήριο ότι οι αποφάσεις της διαιτητικής επιτροπής ήταν νόμιμες και δεσμευτικές για όλα τα μέρη και ότι η Ελληνική Κυβέρνηση με το να αθετήσει την υποχρέωση να αποπληρώσει το δάνειο, είχε στην ουσία παραβιάσει το διεθνές δίκαιο.
Από την άλλη πλευρά, τα επιχειρήματα της Ελληνικής Κυβέρνησης ήταν τα κάτωθι: λόγω της οικονομικής δυσκολίας η ελληνική πλευρά αδυνατούσε να αποπληρώσει το συγκεκριμένο δάνειο σε συγκεκριμένο χρόνο και ζητούσε ένα διακανονισμό, αναγνωρίζοντας, όμως, την βασική υποχρέωσή της για την αποπληρωμή του δανείου. Επικουρικά, ζητούσε να αναγνωριστεί αυτό, το δάνειο, ως μέρος του γενικού εξωτερικού χρέους της χώρας, δηλαδή να «περάσει» στα έξοδα του Κράτους και να μην παραμείνει μία ανεξάρτητη δανειακή σύμβαση.
Το Δικαστήριο έκρινε, λοιπόν, ότι οι αποφάσεις της διαιτητικής επιτροπής ήταν δεσμευτικές για τα μέρη και δήλωσε ότι δεν ήταν στη δικαιοδοσία του να κρίνει θέματα δημοσιονομικής πολιτικής, δηλαδή να κρίνει εάν όντως ήταν σωστός ή όχι ο ισχυρισμός της ελληνικής πλευράς για το ότι βρισκόταν η Ελλάδα σε αδυναμία αποπληρωμής λόγω οικονομικών προβλημάτων.
Επομένως, οι αντιμαχόμενες πλευρές καλούνταν να προβούν σε συνεννόηση για τις λεπτομέρειες και την αποπληρωμή της δανειακής σύμβασης. Για την ιστορική αλήθεια, καλό θα ήταν να γραφτεί ότι το δάνειο αυτό διακανονίστηκε οριστικά το 1957 και αργότερα το 1962.


Πηγές



Νομικό λεξιλόγιο
  • ρήτρα διαιτησίας: με αυτήν αποφασίζουν τα συμβαλλόμενα μέρη, πριν προσφύγουν στη δικαιοσύνη, να επιλύσουν τις διαφορές τους πιο «φιλικά». Είναι συχνά προτιμότερη γιατί είναι πιο φτηνή ως διαδικασία, με λιγότερη δημοσιότητα και ταχύτερη από την κανονική Δικαιοσύνη. Οι αποφάσεις μία διαιτητικής επιτροπής, όμως, δεν είναι δεσμευτικές για τα μέρη και αυτή είναι η βασική αδυναμία του θεσμού της Διαιτησίας. 
    

22.9.11

Κατοχύρωση του σοβιετικού σφυροδρέπανου ως εμπορικού σήματος;



Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
Τ-232/10(20.09.2011)

Με την εν λόγω απόφαση το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο απαγόρευσε σε εταιρεία ένδυσης να προωθήσει σαν εμπορικό της σήμα το σοβιετικό σφυροδρέπανο. 






Η εταιρεία επικαλέστηκε τα εξής επιχειρήματα:

1. την ελευθερία της έκφρασης (άρθρο 10 παράγραφος 2 της Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων Ανθρώπου)
2. ότι πλέον το σφυροδρέπανο δεν ενέχει πολιτικό υπονοούμενο
3. μπορεί να υπάρχει πρόβλημα σε μία χώρα(Ουγγαρία) αλλά δεν μπορεί να εφαρμοστεί αυτή η απαγόρευση στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Το σκεπτικό του Δικαστηρίου ήταν το εξής:

1.η ελευθερία της έκφρασης είναι ζωτικής σημασίας, αλλά θα πρέπει να υπάρχουν περιορισμοί, που συνάδουν με την εθνική ασφάλεια, την εδαφική ακεραιότητα, την πρόληψη του εγκλήματος και την προστασία της ηθικής. 

2. η σημειολογία του σφυροδρέπανου είναι ακόμα νωπή στην εθνική μνήμη κρατών της βόρειας-ανατολικής Ευρώπης, όπως η Ουγγαρία, Λετονία και η Εσθονία. Ως προς αυτό το Δικαστήριο επικαλέστηκε ότι εάν υπήρχε κάποιο πρόσθετο στοιχείο, που θα διαφοροποιούσε το νέο σήμα, αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί "νέο σήμα", και έτσι αυτό δε θα ήταν αρνητικά φορτισμένο, όπως το παλαιό.

3. η διάταξη 269/Β του Ουγγρικού ποινικού κώδικα, όπως αυτή ερμηνεύεται από τη διοικητική πρακτική στην Ουγγαρία, απαγορεύει τη χρήση συμβόλων "αυταρχισμού", όπως είναι το σφυροδρέπανο. Άρα με βάση τον Κανονισμό 207/2009 άρθρο 7 παράγραφος 1 και 2 η κατοχύρωση θα αντίκειτο στη δημόσια τάξη και στα χρηστά ήθη ολόκληρης της Ένωσης καθώς επίσης κάτι τέτοιο θα άπέβαινε βάρος της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς.

(Επομένως, μικρή σημασία έχει το ότι αισθάνεται προσβεβλημένος ο πολίτης της Ουγγαρίας και όχι της Ελλάδας. Είναι εμπορικό προϊόν, το οποίο "ταξιδεύει"ελεύθερα εντός της Ένωσης.)

(κριτήριο για το πότε τα χρηστά ήθη βρίσκονται υπό αμφισβήτηση είναι το πότε αισθάνεται προσβεβλημένος ο μέσος συνετός πολίτης της Ένωσης)

Έτσι, το Δικαστήριο με τα άνωθι επιχειρήματα απέρριψε το αίτημα της εταιρείας για την προώθηση προϊόντων υπό το σοβιετικό σφυροδρέπανο. 




ΥΣ1:Το πλήρες κείμενο της απόφασης


ΥΣ2: Οι φράσεις εντός παρενθέσεων και σε πλάγια γραφή αποτελούν αξιολογικές κρίσεις του γράφοντος. 





27.7.11

Το Κατοχικό Δάνειο από τη νομική του πλευρά ή αλλιώς: από τη στιγμή της ίδρυσής της η Ελλάδα παίρνει δάνεια. Το μόνο στην ιστορία της που έδωσε ήταν το Κατοχικό.


  
            Ρώμη 1942. Οι σύμμαχοι του Άξονα, Ιταλοί και Γερμανοί, αποφασίζουν να δεσμεύσουν την Ελλάδα με δάνειο. Είναι το λεγόμενο Κατοχικό Δάνειο συνολικού ύψους 157 εκατομμυρίων μάρκων ή 1,5 δις κατοχικών δραχμών. Από αυτά οι Γερμανοί κατέβαλαν δύο δόσεις οπότε απομένουν 95,2 εκατομμύρια μάρκα σε τιμές του 1942. Με πρόχειρους υπολογισμούς, στους οποίους έχουν επιδοθεί αρκετοί μελετητές, το ποσό αυτό, με βάση δεδομένων μέχρι το 1995, ανέρχεται στο ποσό των 13 δις δολαρίων ή κατ’άλλους σε 6 δις ευρώ χωρίς τους τόκους.
            Πρώτα, λοιπόν, θα πρέπει να απαντηθεί το ερώτημα: γιατί η Ελλάδα αναγκάστηκε να δώσει αυτό το δάνειο και ειδικά κατά τη διάρκεια της Κατοχής; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι εύκολη. Δεν το επεδίωξε η ίδια, αλλά της το επέβαλαν οι Σύμμαχοι των Δυνάμεων του Άξονα, για να χρηματοδοτήσουν τις πολεμικές τους επιχειρήσεις στη Βόρεια Αφρική. Αυτή ήταν η βασική ανάγκη, που έπρεπε να εξυπηρετηθεί τότε. Αυτό σε συνδυασμό με την άθλια οικονομική κατάσταση της Ελλάδας λόγω του πολέμου και της Κατοχής δημιουργούσε την επιπλέον ανάγκη να «δημιουργηθεί χρήμα» αργότερα στη χώρα με την επιστροφή των δόσεων του δανείου.
Έτσι, λοιπόν, η Ελλάδα, ενώ λαμβάνει δάνεια, έδωσε το μοναδικό δάνειο στην Ιστορία της, από την ίδρυσή της μέχρι και σήμερα, το 2011, και αυτό ήταν το Κατοχικό.
Αφού εξετάστηκε η ιστορική πηγή, θα πρέπει να εξεταστεί και το νομικό σκέλος. Δικαιούται η Ελλάδα να διεκδικήσει νομικά την επιστροφή του Κατοχικού δανείου ή μέρους του; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι η εξής: πλέον το ζήτημα καθίσταται αρκετά δύσκολο, όχι τόσο γιατί έχουν περάσει τα χρόνια, αλλά γιατί η Γερμανία έχει «θωρακιστεί» νομικά απέναντι σε μία τέτοια περίπτωση. Επομένως, το θέμα τείνει να γίνει για εμάς τους Έλληνες κάτι σαν απατηλό όνειρο, ενώ για τους Γερμανούς δεν υπάρχει τέτοιο ζήτημα πλέον. Οι λόγοι θα αναλυθούν παρακάτω.
Με τη λήξη του Πολέμου, οι νικήτριες χώρες συγκεντρώθηκαν στο Παρίσι, στις 09.11.1945, και αποφάσισαν εκεί το ύψος, που θα λάμβανε κάθε χώρα σαν αποζημίωση από τη Γερμανία και τις άλλες ηττημένες χώρες.
Η Ελλάδα στη Συνδιάσκεψη αυτή εξέφρασε επιφύλαξη, όχι τόσο για το ύψος των αποζημιώσεων, οι οποίες στο μεταξύ είχαν αρκετά περιοριστεί, ύστερα από πιέσεις των Συμμάχων, αλλά για το ότι έγινε προσπάθεια να συμψηφιστεί το θέμα των γερμανικών αποζημιώσεων με το θέμα του Κατοχικού Δανείου.
Αυτός ο συμψηφισμός, εξυπηρετούσε την εξής λογική: η Γερμανία ήταν η μεγάλη ηττημένη του Πολέμου, αλλά ο ρεβανσισμός των υπολοίπων κρατών θα έπρεπε να έχει και μία κόκκινη γραμμή, ένα τέλος.
Νομικά, ωστόσο, η επιφύλαξη αυτή ήταν σωστή κίνηση από την Ελλάδα, γιατί σύμφωνα με το άρθρο 19 της Σύμβασης της Βιέννης για τις Διεθνείς Συμβάσεις:
«Ένα κράτος δύναται κατά την υπογραφή, επικύρωση, αποδοχή, έγκριση συνθήκης ή προσχώρηση σε αυτήν να διατυπώσει επιφύλαξη»
            Αργότερα, το 1953, στο Λονδίνο, με τη συνθήκη, που υπογράφτηκε εκεί, αποφασίστηκε στο άρθρο 5 το εξής:
«οι απαιτήσεις που πηγάζουν από το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο των χωρών που ηττήθησαν από τη Γερμανία θα αναβληθούν μέχρι τον οριστικό διακανονισμό του προβλήματος των επανορθώσεων»
Με λίγα λόγια, προκειμένου να προστατευτεί η οικονομία του νέου κράτους, το ζήτημα διευθετούταν για το μέλλον.
            Το 1989, όμως, έγινε κάτι, που φάνταζε σχεδόν απίθανο να πραγματοποιηθεί ποτέ. Το Τείχος του Βερολίνου έπεσε και μαζί με αυτό καταλύθηκε, τυπικά, ο Ψυχρός Πόλεμος. Το 1990 οι δύο Γερμανίες, Ανατολική και Δυτική ενώθηκαν σε ένα κράτος. Η ένωση των 2 Γερμανιών έμεινε γνωστή ως η «Συμφωνία των 2+4», δηλαδή οι δύο Γερμανίες και οι 4 εγγυήτριες δυνάμεις, Η.Π.Α, Γαλλία, Μ. Βρεττανία και πρώην Ε.Σ.Σ.Δ(σημερινή Ρωσία).
Η συνθήκη αυτή στη διπλωματική γλώσσα έμεινε γνωστή ως «Συνθήκη για τη διευθέτηση της Ειρήνης» και όχι «Συνθήκη Ειρήνης», γιατί θα δημιουργούσε διαφορετικά την εντύπωση ότι η Γερμανία είναι πλέον ικανή να αποπληρώσει τις υποχρεώσεις της.
Επομένως, συνέβη το εξής παράδοξο: ενώ είχαν περάσει 45 χρόνια από τη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και άρα είχε λήξει και το όποιο εμπόλεμο κλίμα, παρόλα αυτά η Γερμανία απέφυγε και στο επίπεδο των λέξεων ακόμα να ξεκαθαρίσει τη θέση της, γιατί αυτό θα δημιουργούσε την εντύπωση ότι ήταν ικανή να ξεπληρώσει τα χρέη της.
Κάτι τέτοια δεν το ήθελαν αφενός οι εγγυήτριες δυνάμεις και η ίδια η Γερμανία αφετέρου, γιατί δεν προσέφερε προοπτικές για οικονομική εξέλιξη. Επομένως, συμβαίνει το εξής:έχει υπογραφεί μία συνθήκη που προγραμματίζει να λύσει στο μέλλον το ζήτημα της ένωσης της Γερμανίας, ενώ στην πραγματικότητα έχει ήδη λυθεί.
Ένα επιπλέον επιχείρημα της γερμανικής πλευράς είναι και η επίσκεψη του Κωνσταντίνου Καραμανλή το 1958 στη Γερμανία. Στη συνάντηση, που είχε με το Γερμανό πρωθυπουργό, λέγεται ότι του είπε πως η Ελλάδα παραιτείται των υποχρεώσεών της έναντι του δανείου. Ωστόσο, γι’αυτό δεν υπάρχει καμία απόδειξη. Επομένως, το επιχείρημα αυτό απλώς δεν ευσταθεί.
Παρόλα αυτά, δημιουργείται το εξής ερώτημα: σε επίπεδο παγκόσμιας πολιτικής σκηνής συμβαίνουν τα ανωτέρω. Σε επίπεδο καθαρά ελληνικό, πώς κινείται η ελληνική κυβέρνηση από το 1945 μέχρι και σήμερα; Ο απολογισμός είναι αρνητικός. Μέχρι το 1967 όποιες οργανωμένες ενέργειες συνέβησαν, πραγματοποιήθηκαν μόνο από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Το 1965 ο Ανδρέας Παπανδρέου ως υπουργός της κυβέρνησης του Γεωργίου Παπανδρέου πρότεινε το εξής στη γερμανική πλευρά: παραχώρηση ενός ατόκου δανείου ίσης αξίας με το Κατοχικό. Το αίτημα απλώς απορρίφτηκε.
Η Χούντα δεν έκανε απολύτως τίποτα για την ανακίνηση του ζητήματος. Από το 1975, με την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας ως και τις μέρες μας, 2011, η μόνη κίνηση, που συνέβη ήταν το 2001, επί κυβέρνησης Σημίτη, με τη σύσταση επιτροπής εμπειρογνωμόνων, η οποία παρουσίασε τα πορίσματα της και στη γερμανική πλευρά. Και αυτή η προσπάθεια ήταν αποτυχημένη.  Άρα, οι κινήσεις διαχρονικά  των ελληνικών κυβερνήσεων διακατέχονται από ατολμία και απλώς παρασυρόμενες από τη δίνη των διεθνών εξελίξεων, υποτάσσονται στις εκάστοτε εντολές.
Θα μπορούσε κάποιος, σε αυτό το σημείο, να αναρωτηθεί: γιατί δεν παραπέμπεται το ζήτημα στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης και ό,τι αποφασίσει το δικαστήριο να γίνει αμοιβαία σεβαστό; Για να γίνει αυτό θα πρέπει και τα 2 κράτη να έχουν αποδεχτεί τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου. Η Ελλάδα την έχει αποδεχτεί πλήρως, ενώ η Γερμανία αναγνώρισε τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου το 2008 με την συμπλήρωση:
«δεσμεύεται η Γερμανία για όποιες διαφορές τυχόν λάβουν χώρα από  τούδε(2008) και  στο εξής»
Επομένως, για όποια διαφορά υπάρχει πριν το 2008, η Γερμανία απλώς δεν την αναγνωρίζει. Αυτή είναι η «νομική θωράκιση», που γράφτηκε στην αρχή.
            Η μόνη λύση που απομένει για την Ελλάδα είναι να επιδιώξει να τεθεί το ζήτημα σε διαιτησία. Συγκεκριμένα, το άρθρο 1 του παραρτήματος υπ’αριθμόν 9 της Συμφωνίας του Λονδίνου του 1953, ορίζει τη σύνθεση του διαιτητικού δικαστηρίου. Η σύνθεση αυτή όμως, είναι 8 μελής, εκ των οποίων τα 3 μέλη είναι διορισμένα από τη Γερμανία. Τα υπόλοιπα είναι διορισμένα ως εξής: 1 από Η.Π.Α, 1 από Μ.Βρετανία, 1 από Γαλλία. Από τη μέχρι στιγμής σύνθεση του δικαστηρίου διαφαίνεται και η τύχη της όποιας προσφυγής.
Επίσης, τίθεται και το γενικότερο ζήτημα του κατά πόσον είναι σε εφαρμογή μία συνθήκη του 1953, ειδικά όταν οι γενεσιουργοί λόγοι, που την έθεσαν σε ισχύ δεν υπάρχουν πλέον; Και αυτοί είναι η προστασία της Γερμανίας, η δημιουργία καπιταλιστικού αναχώματος προς την Ανατολική-κομμουνιστική Ευρώπη και η εμπέδωση κλίματος ειρήνης και σταθερότητας.
            Προκύπτει, λοιπόν, από τα παραπάνω το εξής: ότι η Γερμανία έχει ένα χρέος απέναντι στην Ελλάδα από σύμβαση δανείου, το οποίο ήταν αναγνωρισμένο ως τέτοιο και από τους ίδιους τους Ναζιστές εκπροσώπους. Αλλά, αρνείται να το αποπληρώσει. Στο διεθνές δίκαιο είναι πάγια η θέση ότι ένα κράτος δεν μπορεί να εξαναγκαστεί να προβεί σε μία ενέργεια, αν το ίδιο δεν το επιθυμεί.
Επομένως, σε καθαρά νομικό επίπεδο η μάχη είναι χαμένη, γιατί η επίκληση των όποιων συνθηκών θα μπορούσε να αποβεί σε βάρος της Ελλάδας, επειδή οι συνθήκες αυτές, σε επίπεδο τουλάχιστον φιλοσοφίας, αντανακλούσαν το γενικότερο πνεύμα της εποχής: «προστατεύστε τη Γερμανία».
Αν θα μπορούσε να συμβεί κάτι, αυτό θα μπορούσε να γίνει σε καθαρά πολιτικό επίπεδο. Αλλά, η Ελλάδα να πιέσει τη Γερμανία; Δεν είναι ζήτημα ηττοπάθειας, αλλά ρεαλισμού. Επομένως, θα πρέπει, ενδεχομένως, να το πάρουμε απόφαση: η Γη δεν είναι επίπεδη και η Ελλάδα δε θα πάρει τα λεφτά από το Κατοχικό Δάνειο.


Πηγές:
  1. http://www.koutipandoras.gr/?p=4700
  2. Περιοδικό Έψιλον Ελευθεροτυπίας, τεύχος 1053, 26.06.2011, σελ. 34- 38
  3. Περιοδικό Νομικό Βήμα, τόμος 58, τεύχος 7, Σεπτέμβριος 2010, σελ.1609-1633(άρθρο Α. Μπερεδήμα)